- εριστέφανος
- ἐριστέφανος, -ον (Α) (ως επίθ. τής Ρέας)αυτός που φέρει στο κεφάλι ψηλό στέμμα, ανυψωμένο στεφάνι επιγρ..[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + στέφανος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek